- αβούρλιαστος
- η , ο не нанизанный (на верёвку, на тростинку)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβούρλιαστος — η, ο [βουρλιάζω] αυτός που δεν βουρλιάστηκε, δεν περάστηκε δηλ. σε βούρλο ή σπάγγο, ώστε να σχηματιστεί ορμαθός, δέσμη … Dictionary of Greek
αβούρλιαστος — η, ο αυτός που δεν περάστηκε σε βούρλο ή σπάγκο: Είχαν ακόμη τα σύκα αβούρλιαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)